- κρίνο
- τοείδος φυτών διακοσμητικών, κρίνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… … Dictionary of Greek
λειριόεις — λειριόεις, εσσα, εν (Α) [λείριον] 1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο 2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.) 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» τα άνθη τού κρίνου, τα… … Dictionary of Greek
λείρινος — λείρινος, ίνη, ον (Α) [λείριον] 1. κατασκευασμένος από κρίνα («ἔλαιον λείρινον», Γαλ.) 2. αυτός που μοιάζει με κρίνο 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («άνθος λείρινον», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
σούσινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από κρίνα («σούσινον [ἔλαιον]», Ιπποκρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σούσινον το κρίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοῦσον (Ι) «κρίνο» + κατάλ. ινος (πρβλ. ρόδ ινος)] … Dictionary of Greek
σούσον — (I) τὸ, Α το κρίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. ššn «κρίνο, λωτός» (< šššn) πιθ. μέσω τού σημιτ. šūšan]. (II) και δ. γρφ. οὖσον και οἶσον, τό, Α σχοινί πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η δ. γρφ. οὖσον με αποβολή τού αρκτικού σ οφείλεται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
Nikos Kazantzakis — For the municipality on Crete see Nikos Kazantzakis (municipality). Nikos Kazantzakis Born February 18, 1883(1883 02 18) Heraklion, Crete, Ottoman Empire (now … Wikipedia
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
διχρωμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Α. Κρίνο] … Dictionary of Greek